- ἀλευρῶδες
- ἀλευρώδηςlike flourmasc/fem voc sgἀλευρώδηςlike flourneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλευρίτης — Είδος σιταριού που δίνει πολύ αλεύρι και λίγα πίτουρα. Α. ονομάζεται επίσης και το χιόνι που έχει πολύ λεπτές νιφάδες, καθώς και μια παιδική αρρώστια που προκαλεί αλευρώδες εξωτερικό κάλυμμα στο δέρμα. (Βοτ.) Α. λέγεται και γένος ελαιοπαραγωγών… … Dictionary of Greek
ρουσούλα — (rusula). Γένος μανιταριών της οικογένειας των αγαρικιδών. Περιλαμβάνει αρκετά εδώδιμα και δηλητηριώδη είδη, το κυριότερο από τα οποία είναι η ρ. η πρασινωπή, που αναπτύσσεται το καλοκαίρι κυρίως και χαρακτηρίζεται από τον «πίλο» της, που έχει… … Dictionary of Greek